- ασυνάρμοστος
- ἀσυνάρμοστος, -ον (Α) [συναρμόζω]1. ανάρμοστος, αταίριαστος2. το ουδ. ως ουσ. «το ασυνάρμοστον» — η ασυμφωνία, η δυσαρμονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσυνάρμοστον — ἀσυνάρμοστος unfitting masc/fem acc sg ἀσυνάρμοστος unfitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναρμόστους — ἀσυνάρμοστος unfitting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάρμοστα — ἀσυνάρμοστος unfitting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)